- κοινωνιολογικός
- η , ό[ν] социологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοινωνιολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει στην κοινωνιολογία ή είναι σχετικός με αυτήν («κοινωνιολογικό σύγγραμμα»). επίρρ... κοινωνιολογικά και κώς με κοινωνιολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοινωνιολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινωνιολογία: Υπάρχουν διάφορες κοινωνιολογικές θεωρίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
κοινωνιο- — α συνθετικό επιστημονικών όρων που δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάγεται, αναφέρεται ή σχετίζεται με την έννοια τής κοινωνίας ή την επιστήμη τής κοινωνιολογίας. Είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. / γαλλ. socio ) και απαντά σε σύνθετα… … Dictionary of Greek
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
φονξιοναλισμός — (functionalism). Κοινωνιολογικός όρος που καθιερώθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. Ο όρος συμπυκνώνει και υποδηλώνει τις περισσότερο έκδηλες συνέπειες της σύγκρουσης του δαρβινισμού με τις ανθρωπιστικές και τις φυσικές επιστήμες. Ο όρος… … Dictionary of Greek